- περικλαδέος
- περικλαδήςwith branches all roundmasc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικλαδής — ές, Α αυτός που έχει ολόγυρα κλαδιά, φουντωτός («φύλλα... περικλαδέος πέσεν ὕλης», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλαδής (< κλάδος), πρβλ. νεο κλαδής, πολυ κλαδής] … Dictionary of Greek